- τόσοι
- τόσοςso greatmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
μελάνη — (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαία φιλάνθρωπος και οσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις φιλάνθρωπων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση επηρεασμένοι από τη χριστιανική… … Dictionary of Greek
τοσαυτανδρία — ἡ, Μ τόσοι άνδρες συγκεντρωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ανδρία (< ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ ανδρία] … Dictionary of Greek
τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek